- ὑπεφλέγμαινεν
- ὑπό-φλεγμαίνωcauseto swell upimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποφλεγμαίνω — Α 1. είμαι λίγο φλεγμονώδης 2. μτφ. (για θυμό) εξερεθίζομαι, κρυφοκαίω («καὶ μέχρι τούτου ὁ τοῡ βασιλέως θυμὸς ὑπεφλέγμαινεν», Θεοφύλ. Σ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + φλεγμαίνω «φλογίζομαι, έχω φλεγμονή»] … Dictionary of Greek